χόντρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χοντρός, χονδρός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το χόντρος
      γενική
    αιτιατική το χόντρος
     κλητική χόντρος
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χόντρος < χοντρός με υποχώρηση του τόνου [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxon.dɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χό‐ντρος
τονικό παρώνυμο: χοντρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χόντρος ουδέτερο

  1. (οικείο) πάχος, παχυσαρκία
  2. (σπάνιο) το χοντροαλεσμένο σιτάρι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]