thick

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός thick
συγκριτικός thicker
υπερθετικός thickest

Επίθετο[επεξεργασία]

thick (en)

  • παχύς, χοντρός, για διαστάσεις που έχουν μεγάλο πάχος
    a thick layer of asphalt/paint/snow - παχύ στρώμα ασφάλτου/μπογιάς/χιονιού

Πηγές[επεξεργασία]