thick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | thick |
συγκριτικός | thicker |
υπερθετικός | thickest |
Επίθετο[επεξεργασία]
thick (en)
- παχύς, χοντρός, για διαστάσεις που έχουν μεγάλο πάχος
- ↪ a thick layer of asphalt/paint/snow - παχύ στρώμα ασφάλτου/μπογιάς/χιονιού