dick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dick | dicks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dick (en)
- (χυδαίο) η πούτσα, η ψωλή, το τσουτσούνι
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dick (de)