dick
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dick | dicks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
(χυδαίο)
dick (en)
- η πού τσα, η ψω λή, το τσουτσ ούνι
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dick (de)
- die Tür ist dick - η πόρτα είναι χοντρή