σοβαρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοβαρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σοβαρός, -ή, -ό
- σπουδαίος, σημαντικός, που έχει κύρος ή που έχει σημαντικές συνέπειες
- το ζήτημα των συνταξιούχων είναι σοβαρό θέμα, πρέπει να το έχουμε υπόψη
- η συγκεκριμένη μορφή του καρκίνου είναι η πιο σοβαρή
- προσεκτικός, όχι επιφανειακός
- μια σοβαρή εξέταση του φαινομένου δείχνει ότι...
- χωρίς αστεία, χωρίς να αστειεύεται
- ο τόνος της συζήτησης έγινε πιο σοβαρός
- δεν ξέρω τι έχει ο φίλος μου σήμερα και όλο χαχανίζει... συνήθως είναι πιο σοβαρός τύπος