αστειεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστειεύομαι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /as.ti.ˈɛ.vɔ.mɛ/
Ρήμα[επεξεργασία]
αστειεύομαι
- λέω κάτι που απέχει λίγο από την πραγματικότητα, για αστείο, για πλάκα
- ※ Ο Νικήτας προσπάθησε ν' αστειευτεί, μα δεν ήταν στα κέφια του και το παραδέχτηκε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- δεν παίρνω κάτι στα σοβαρά, το αντιμετωπίζω με ελαφρότητα, χιουμοριστικά
- λέω αστεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστειεύομαι