joke
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
joke | jokes |
joke (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | joke |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jokes |
αόριστος | joked |
παθητική μετοχή | joked |
ενεργητική μετοχή | joking |
joke (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 132. ISBN 9780194325684., λήμμα: αστειεύομαι