προσεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσεκτικός < αρχαία ελληνική προσεκτικός < προσέχω < πρός + ἔχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.se.ktiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
προσεκτικός, -ή, -ό
- που προσέχει, που σκέφτεται ή ενεργεί με προσοχή
- που γίνεται με προσοχή
- (κατʼ επέκταση) συνετός
- (κατʼ επέκταση) επιφυλακτικός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αξιοπρόσεκτα / αξιοπρόσεχτα
- απρόσεκτα / απρόσεκτα
- προσεκτικά / προσεχτικά
- → δείτε τις λέξεις προσέχω, προς και έχω