careful

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός careful
συγκριτικός carefuller / more careful
υπερθετικός carefullest / most careful

Ετυμολογία [επεξεργασία]

careful < care + -ful

Επίθετο[επεξεργασία]

careful (en)

  • προσεκτικός
    a careful driver - προσεκτικός οδηγός
    Be careful with your work/of your health/about the size/what you say.
    Πρόσεχε τη δουλειά σου/την υγεία σου/το μέγεθος/τι λες.
    I am careful about my health.
    Προσέχω την υγεία μου.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]