careless
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | careless |
συγκριτικός | more careless |
υπερθετικός | most careless |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]careless (en)
- απρόσεκτος
- ⮡ Careless use of the clutch may damage the gears.
- Η απρόσεκτη χρήση του συμπλέκτη μπορεί να προκαλέσει ζημιά στις ταχύτητες.
- ⮡ Careless use of the clutch may damage the gears.