care
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
care | cares |
care (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, η περιποίηση, η πράξη της φροντίδας για κάποιον
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η φροντίδα, η έγνοια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | care |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cares |
αόριστος | cared |
παθητική μετοχή | cared |
ενεργητική μετοχή | caring |
care (en)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- care - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 259, 689, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: έγνοια, περιποίηση, φροντίδα