care

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
care cares

care (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, η περιποίηση, η πράξη της φροντίδας για κάποιον
    I will leave the child in your care.
    Θα αφήσω το παιδί στη φροντίδα σας.
    A car requires daily care.
    Ένα αυτοκίνητο θέλει καθημερινή περιποίηση.
     συνώνυμα: attention
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η φροντίδα, η έγνοια
    He looked full of cares.
    Φαινόταν γεμάτος φροντίδες.
    a life full of cares - μια ζωή όλο έγνοιες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας care
γ΄ ενικό ενεστώτα cares
αόριστος cared
παθητική μετοχή cared
ενεργητική μετοχή caring

care (en)

  • νοιάζομαι, νοιάζει
    The only thing she cares about is her bird.
    Το μόνο πράγμα για το οποίο νοιάζεται (που τη νοιάζει) είναι το πουλί της.
    This is the only thing that he cares about.
    Αυτό είναι το μόνο που τον νοιάζει.
     συνώνυμα: concern oneself with, mind

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]