worry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
worry | worries |
worry (en)
- (μη μετρήσιμο) η ανησυχία, συναίσθημα ελαφριού άγχους και φόβου
- ↪ There is no cause for worry.
- Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
- ↪ There is no cause for worry.
- (μετρήσιμο) η έγνοια, η φροντίδα, κάτι το οποίο απασχολεί το μυαλό ενός ανθρώπου, το οποίο θέλει να φροντίσει
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | worry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | worries |
αόριστος | worried |
παθητική μετοχή | worried |
ενεργητική μετοχή | worrying |
worry (en)
- (αμετάβατο) ανησυχώ, σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα που μπορεί να συμβούν ή προβλήματα που έχω
- (μεταβατικό) ανησυχώ κάποιον
- πειράζω, ενοχλώ
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- worry (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- worry (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 67, 67-68, 259, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανησυχία, ανησυχώ, έγνοια, φροντίδα