worry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
worry (en)
- (αμετάβατο) ανησυχώ
- (μεταβατικό) ανησυχώ κάποιον