worry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
worry | worries |
worry (en)
- η ανησυχία
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | worry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | worries |
αόριστος | worried |
παθητική μετοχή | worried |
ενεργητική μετοχή | worrying |
worry (en)
- (αμετάβατο) ανησυχώ
- (μεταβατικό) ανησυχώ κάποιον