πειράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειράζω < αρχαία ελληνική πειράζω < πεῖρα
Ρήμα[επεξεργασία]
πειράζω
- ενοχλώ
- ακουμπώ και μετακινώ ή αλλάζω ελαφρά τη θέση
- αστεΐζομαι, περιπαίζω, χωρατεύω
- βλάπτω, κάνω κακό
- (μεταφορικά) κάνω μετατροπές, προσθήκες ή μικροαλλαγές, αλλάζω κάτι, ειδικά σε συσκευές ή μηχανές
- έχει πειράξει την εξάτμιση για να έχει καλύτερη απόδοση, αλλά κάνει πιο πολύ φασαρία τώρα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειράζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειράζω < πεῖρα
Ρήμα[επεξεργασία]
πειράζω
- δοκιμάζω
- προσπαθώ
- δελεάζω, βάζω σε πειρασμό
- (ειδικότερα) (κακόσημο) προσπαθώ να παρασύρω σε κάτι κακό