ακουμπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακουμπώ < μεσαιωνική ελληνική ἀκουμπῶ < ἀκουμβίζω / ἀκουμπίζω < ελληνιστική κοινή ἀκουμβίζω < λατινική accumbo [1] (= κατακλίνομαι) < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλική *kubāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewb-
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ακουμπώ
- (μεταβατικό) αγγίζω κάτι ή κάποιον με το σώμα μου
- λέει ότι τον έσπρωξα, αλλά εγώ ίσα που τον ακούμπησα
- (μεταβατικό) τοποθετώ κάτι σε μια σταθερή θέση
- (αμετάβατο) στηρίζομαι σε μια σταθερή επιφάνεια, γέρνω
- ζαλίστηκε και ακούμπησε στον τοίχο μέχρι να συνέλθει
- (μεταφορικά) στηρίζομαι σε κάποιον, βρίσκω ηθική και υλική υποστήριξη
- θέλω να βρω έναν άνθρωπο να ακουμπήσω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακουμπάω - ακουμπώ | ακουμπούσα | θα ακουμπάω - ακουμπώ | να ακουμπάω - ακουμπώ | ακουμπώντας | |
β' ενικ. | ακουμπάς | ακουμπούσες | θα ακουμπάς | να ακουμπάς | ακούμπα - ακούμπαγε | |
γ' ενικ. | ακουμπάει - ακουμπά | ακουμπούσε | θα ακουμπάει - ακουμπά | να ακουμπάει - ακουμπά | ||
α' πληθ. | ακουμπάμε - ακουμπούμε | ακουμπούσαμε | θα ακουμπάμε - ακουμπούμε | να ακουμπάμε - ακουμπούμε | ||
β' πληθ. | ακουμπάτε | ακουμπούσατε | θα ακουμπάτε | να ακουμπάτε | ακουμπάτε | |
γ' πληθ. | ακουμπάν(ε) - ακουμπούν(ε) | ακουμπούσαν(ε) | θα ακουμπάν(ε) - ακουμπούν(ε) | να ακουμπάν(ε) - ακουμπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακούμπησα | θα ακουμπήσω | να ακουμπήσω | ακουμπήσει | ||
β' ενικ. | ακούμπησες | θα ακουμπήσεις | να ακουμπήσεις | ακούμπα - ακούμπησε | ||
γ' ενικ. | ακούμπησε | θα ακουμπήσει | να ακουμπήσει | |||
α' πληθ. | ακουμπήσαμε | θα ακουμπήσουμε | να ακουμπήσουμε | |||
β' πληθ. | ακουμπήσατε | θα ακουμπήσετε | να ακουμπήσετε | ακουμπήστε | ||
γ' πληθ. | ακούμπησαν ακουμπήσαν(ε) |
θα ακουμπήσουν(ε) | να ακουμπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακουμπήσει | είχα ακουμπήσει | θα έχω ακουμπήσει | να έχω ακουμπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακουμπήσει | είχες ακουμπήσει | θα έχεις ακουμπήσει | να έχεις ακουμπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακουμπήσει | είχε ακουμπήσει | θα έχει ακουμπήσει | να έχει ακουμπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακουμπήσει | είχαμε ακουμπήσει | θα έχουμε ακουμπήσει | να έχουμε ακουμπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακουμπήσει | είχατε ακουμπήσει | θα έχετε ακουμπήσει | να έχετε ακουμπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακουμπήσει | είχαν ακουμπήσει | θα έχουν ακουμπήσει | να έχουν ακουμπήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακουμπώ
[επεξεργασία]
- ↑ «ακουμπώ» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «αγαπώ»