ακουμπώ
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακουμπώ < μεσαιωνική ελληνική ακουμπώ < ἀκουμβίζω < λατινική accumbo (= κατακλίνομαι) < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλικά *kubāō < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱewb-
Ρήμα[επεξεργασία]
ακουμπώ
- (μεταβατικό) αγγίζω κάτι ή κάποιον με το σώμα μου
- λέει ότι τον έσπρωξα, αλλά εγώ ίσα που τον ακούμπησα
- (μεταβατικό) τοποθετώ κάτι σε μια σταθερή θέση
- (αμετάβατο) στηρίζομαι σε μια σταθερή επιφάνεια, γέρνω
- ζαλίστηκε και ακούμπησε στον τοίχο μέχρι να συνέλθει
- (μεταφορικά) στηρίζομαι σε κάποιον, βρίσκω ηθική και υλική υποστήριξη
- θέλω να βρω έναν άνθρωπο να ακουμπήσω
Εναλλακτικές μορφές [επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ακούμπα
- ακούμπημα
- ακουμπημένος
- ακουμπητά
- ακουμπητός
- ακουμπίζω
- ακούμπισμα
- ακουμπισμένος
- ακουμπιστά
- ακουμπιστήρα
- ακουμπιστήρι
- ακουμπιστός
- ακούμπιστος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
|
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακουμπώ - ακουμπάω | ακουμπούσα | θα ακουμπώ - ακουμπάω | να ακουμπώ - ακουμπάω | ακουμπώντας | |
β' ενικ. | ακουμπάς | ακουμπούσες | θα ακουμπάς | να ακουμπάς | ακούμπα | |
γ' ενικ. | ακουμπά - ακουμπάει | ακουμπούσε | θα ακουμπά - ακουμπάει | να ακουμπά - ακουμπάει | ||
α' πληθ. | ακουμπούμε - ακουμπάμε | ακουμπούσαμε | θα ακουμπούμε - ακουμπάμε | να ακουμπούμε - ακουμπάμε | ||
β' πληθ. | ακουμπάτε | ακουμπούσατε | θα ακουμπάτε | να ακουμπάτε | ακουμπάτε | |
γ' πληθ. | ακουμπούν - ακουμπάνε | ακουμπούσαν | θα ακουμπούν - ακουμπάνε | να ακουμπούν - ακουμπάνε | ||
|
||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακούμπησα | θα ακουμπήσω | να ακουμπήσω | ακουμπήσει | ||
β' ενικ. | ακούμπησες | θα ακουμπήσεις | να ακουμπήσεις | ακούμπησε | ||
γ' ενικ. | ακούμπησε | θα ακουμπήσει | να ακουμπήσει | |||
α' πληθ. | ακουμπήσαμε | θα ακουμπήσουμε | να ακουμπήσουμε | |||
β' πληθ. | ακουμπήσατε | θα ακουμπήσετε | να ακουμπήσετε | ακουμπήστε | ||
γ' πληθ. | ακούμπησαν ακουμπήσανε |
θα ακουμπήσουν | να ακουμπήσουν | |||
|
||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακουμπήσει | είχα ακουμπήσει | θα έχω ακουμπήσει | να έχω ακουμπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακουμπήσει | είχες ακουμπήσει | θα έχεις ακουμπήσει | να έχεις ακουμπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακουμπήσει | είχε ακουμπήσει | θα έχει ακουμπήσει | να έχει ακουμπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακουμπήσει | είχαμε ακουμπήσει | θα έχουμε ακουμπήσει | να έχουμε ακουμπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακουμπήσει | είχατε ακουμπήσει | θα έχετε ακουμπήσει | να έχετε ακουμπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακουμπήσει | είχαν ακουμπήσει | θα έχουν ακουμπήσει | να έχουν ακουμπήσει |
|