ακουμπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀκουμπῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακουμπώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκουμπῶ → και δείτε τη λέξη ακουμπάω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kumˈbo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κου‐μπώ

ακουμπώ