βλάπτω
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλάπτω < αρχαία ελληνική βλάπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
βλάπτω και βλάφτω
- προκαλώ σωματική ή ψυχολογική ζημιά σε κάποιον
- σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, η τηλεόραση βλάπτει τα μικρά παιδιά, αυξάνοντας την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν προβλήματα συγκέντρωσης
- αλλάζω προς το χειρότερο την κατάσταση κάποιου πράγματος
- το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βλάπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *mel
Ρήμα[επεξεργασία]
βλάπτω
- κάνω κάτι ή κάποιον ανίκανο και ειδικότερα τα πόδια αλόγου
- (μεταομηρικά) βλάπτω