κακό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κακό | τα | κακά |
γενική | του | κακού | των | κακών |
αιτιατική | το | κακό | τα | κακά |
κλητική | κακό | κακά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κακός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κακό ουδέτερο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πολύ κακό για το τίποτα: δημιουργήθηκε θέμα χωρίς λόγο
- τα τρία κακά της μοίρας μου: γενική έκφραση για προβληματική κατάσταση που υπονοεί κάποια κακοτυχία και συχνά συνοδεύεται από κάποιες αντίστοιχες συγκεκριμένες συμφορές ή κακά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κακό