αδικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδικώ < αρχαία ελληνική ἀδικέω, -ῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αδικώ

  1. κάνω μια άδικη πράξη
  2. φαίνομαι άδικος απέναντι σε κάποιον, δεν του φέρομαι σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που πρέπει να μοιραστεί κάτι εξίσου
    ο μικρότερος γιος παραπονιόταν ότι τον αδίκησε ο πατέρας του όταν μοίρασε την περιουσία στα παιδιά του
  3. διατυπώνω λανθασμένα αρνητική γνώμη ή κρίση για κάποιον
    νομίζαμε ότι ο Γιώργος έκανε τη σκανταλιά, αλλά αποδείχτηκε ότι τον είχαμε αδικήσει
  4. δεν αδικώ (κάποιον): θεωρώ ότι κάτι που έκανε ήταν δικαιολογημένο
    Φώναζε, αλλά δεν τον αδικώ, ήταν εκνευρισμένος και δικαιολογημένα.

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]