Μετάβαση στο περιεχόμενο

wrong

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός wrong
συγκριτικός more wrong
υπερθετικός most wrong

wrong (en)

  1. λάθος, λανθασμένος, δεν είναι σωστό
    ⮡  Your answer is wrong.
    Η απάντησή σου είναι λάθος.
    ⮡  You are playing the wrong notes.
    Παίζεις λάθος νότες.
    ⮡  His instructions were wrong.
    Οι οδηγίες του ήταν λανθασμένες.
     συνώνυμα: incorrect, → και δείτε τη λέξη false
  2. (όχι πριν από το ουσιαστικό) κάνω λάθος, έχω άδικο, για ένα άτομο που δεν έχει δίκιο για κάτι ή κάποιον
    ⮡  You are not wrong, but I don’t agree with you.
    Δεν έχεις άδικο αλλά δε συμφωνώ μαζί σου.
    ⮡  Now I see how wrong I was.
    Τώρα βλέπω πόσο άδικο είχα.
    ⮡  You’re very wrong if you think…
    Κάνεις μεγάλο λάθος αν νομίζεις πως…
    ⮡  I think you are wrong.
    Νομίζω πως κάνεις λάθος.
  3. που προκαλεί προβλήματα, που είναι χαλασμένο
    ⮡  Something is wrong with the engine.
    Κάτι έχει η μηχανή.
    ⮡  What’s wrong?
    Τι έχεις;/Τι συμβαίνει;/Τι τρέχει;
    ⮡  There’s nothing wrong (with me).
    Δεν μου συμβαίνει/δεν έχω τίποτα.
    ⮡  There is something wrong with my computer.
    Υπάρχει κάποιο πρόβλημα στον υπολογιστή μου.
    ⮡  Something is wrong here.
    Κάτι πάει στραβά εδώ.
  4. ακατάλληλος, λάθος, δεν είναι κατάλληλο, σωστό ή αυτό που χρειάζομαι
    ⮡  The size is wrong.
    Το μέγεθος είναι ακατάλληλο/λάθος.
  5. κακός, ανήθικος
    ⮡  It is wrong tell lies.
    Είναι κακό να λες ψέματα.
    ⮡  It was wrong of you to speak like that.
    Ήταν κακό εκ μέρους σου να μιλήσεις έτσι.

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός wrong
συγκριτικός more wrong
υπερθετικός most wrong

wrong (en)

  • λανθασμένα, λάθος, στραβά
    ⮡  I spelled this word wrong.
    Έγραψα λάθος αυτή τη λέξη.
    ⮡  You are playing the notes wrong.
    Παίζεις λάθος νότες.
    ⮡  Everything went wrong for him.
    Όλα τού πήγαν στραβά.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
wrong wrongs

wrong (en)

  • (μη μετρήσιμο) το κακό, το λάθος, με την έννοια της ανέντιμης ή ανήθικης συμπεριφοράς ή της άδικης ή παράνομης πράξης
    ⮡  the difference between right and wrong - η διαφορά μεταξύ του καλού και του κακού

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας wrong
γ΄ ενικό ενεστώτα wrongs
αόριστος wronged
παθητική μετοχή wronged
ενεργητική μετοχή wronging

wrong (en)

  • (επίσημο) αδικώ κάποιον, τον κακομεταχειρίζομαι, τον βλάπτω ή του στερώ κάποιο νόμιμο δικαίωμα ή αγαθό
    ⮡  You have wronged me.
    Με αδίκησες.