wrong
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
wrong (en)
- λανθασμένος ή αναληθής
- κακός, ανήθικος
- it is wrong to lie - είναι κακό να λες ψέματα
- λάθος, ακατάλληλος
- I was in the wrong place at the wrong time
- που προκαλεί προβλήματα
- something is wrong here - κάτι πάει στραβά εδώ
- something is wrong with my computer - υπάρχει κάποιο πρόβλημα στον υπολογιστή μου
Επίρρημα[επεξεργασία]
wrong (en)
- λανθασμένα, λάθος
- I spelled this word wrong - έγραψα λάθος αυτή τη λέξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wrong (en)
- το λάθος, με την έννοια της ανέντιμης ή ανήθικης συμπεριφοράς ή της άδικης ή παράνομης πράξης
- there is right and there is wrong and you should have known the difference between them
Ρήμα[επεξεργασία]
wrong (en)
- αδικώ κάποιον, τον κακομεταχειρίζομαι, τον βλάπτω ή του στερώ κάποιο νόμιμο δικαίωμα ή αγαθό