trouble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trouble (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φροντίδα, η έγνοια, ο μπελάς, η φασαρία, ένα πρόβλημα ή δύσκολη κατάσταση
- ↪ I get into a lot of trouble.
- Μπαίνω σε πολλές φροντίδες.
- ↪ money/family troubles - χρηματικές/οικογενειακές έγνοιες
- ↪ I don’t want to cause you any trouble.
- Δεν θέλω να σας βάλω σε κανένα μπελά.
- ↪ I am in trouble with the police.
- Έχω φασαρίες με την αστυνομία.
- ↪ Did you have a lot of trouble finding our house?
- Είχατε πολλή φασαρία να βρείτε το σπίτι μας;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
- ↪ I get into a lot of trouble.
- (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, πολλή προσπάθεια ή δουλειά
- ↪ Thank you for all of your trouble.
- Ευχαριστώ για όλες σου τις φροντίδες.
- ↪ Thank you for all of your trouble.
- προσπάθεια που καταβλήθηκε για να ξεπεραστεί μια δύσκολη κατάσταση
- πρόβλημα, δυσλειτουργία
- περιστατικό βίας
Πηγές[επεξεργασία]
- trouble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 259, 571, 931, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: έγνοια, μπελάς, φασαρία, φροντίδα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- trouble < troubler
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
trouble (fr) αρσενικό
- η ταραχή, η φασαρία
- (ιατρική) η διαταραχή
- η αναστάτωση
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
trouble (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για υγρά) θολός, ταραγμένος
- (για πράξεις) ύποπτος, σκοτεινός