μπελάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μπέλας, Μπέλλας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπελάς οι μπελάδες
      γενική του μπελά των μπελάδων
    αιτιατική τον μπελά τους μπελάδες
     κλητική μπελά μπελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπελάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική belâ < αραβική بَلَاء (balā)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /beˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐λάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπελάς αρσενικό

  1. προβληματική κατάσταση
  2. βάσανο, σκοτούρα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]