embêtement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]embêtement (fr)
- η στενοχώρια, ο μπελάς (λαϊκό)
J'ai eu un embêtement soudain. : είχα μια ξαφνική στενοχώρια.
embêtement (fr)
J'ai eu un embêtement soudain. : είχα μια ξαφνική στενοχώρια.