ennui
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ennui < ennuyer
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ennui | ennuis |
ennui (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
ennui | ennuis |
ennui (fr) αρσενικό