attention
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attention (en)
To pay attention to...' : προσέχω (κάτι)...
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attention | attentions |
attention (fr)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (για επιστολή) à l'attention de: προς (κάποιον), με σκοπό να διαβαστεί από κάποιον