Μετάβαση στο περιεχόμενο

intention

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
intention intentions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intention (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο σκοπός, η πρόθεση, αυτά που σκοπεύω να κάνω
    παράδειγμα  He has no intention of getting older.
    Αυτός δεν έχει σκοπό να γεράσει.
    παράδειγμα  It wasn't my intention to insult you.
    Δεν είχα την πρόθεση να σε προσβάλω.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
intention intentions

intention (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • à l'intention de: προς τιμήν ή προς όφελος κάποιου, έχοντας κάποιον στο μυαλό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]