σκοπιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sko.piˈmo.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκοπιμότητα θηλυκό
- η εκούσια εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, ενίοτε χωρίς να ακολουθείται η ενδεδειγμένη ή συνηθισμένη διαδικασία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκοπιμότητα