σκοπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκοπός | οι | σκοποί |
γενική | του | σκοπού | των | σκοπών |
αιτιατική | τον | σκοπό | τους | σκοπούς |
κλητική | σκοπέ | σκοποί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκοπός < αρχαία ελληνική σκοπός < σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < (από μετάθεση) *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκοπός αρσενικό
- η αναγνωρισμένη επιθυμητή κατάσταση, ο στόχος, ο στόχος επίτευξης
- ο φρουρός, ο φύλακας, κάποιος που κάνει σκοπιά στο στρατό ή αλλού
- η μελωδία τραγουδιού (απόδοση στα ελληνικά του motivo και motif, δηλ. των αντίστοιχων μουσικών όρων στα ιταλικά και γαλλικά)
- ※ "Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό..." (τραγούδι από τον Αττίκ)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ο σκοπός αγιάζει τα μέσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιθυμητός στόχος
φρουρός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)