guard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
guard (en)
- ο φρουρός, ο φύλακας
- η φρουρά
- μέρος, τμήμα μηχανισμού που αποτρέπει την πρόσβαση σε επικίνδυνα σημεία του
- παίκτης του μπάσκετ που είναι κοντός και γι' αυτό παίζει σε συγκεκριμένες θέσεις
- παίκτης του αμερικανικού ποδόσφαιρου σε επιθετική θέση (ΗΠΑ)
- ο σιδηροδρομικός υπάλληλος που κάθεται συνήθως στο τελευταίο βαγόνι της αμαξοστοιχίας
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- national guard : εθνοφρουρά
- changing of the guard : αλλαγή φρουράς
- guard dog (σκύλος φύλακας)
- off guard (όταν σε τσακώνουν απροετοίμαστο, απρόσεκτο
- on guard (σε εγρήγορση, σε επιφυλακή)
- rear guard και rearguard (άμυνα, οπισθοφυλακή)
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- guardian φύλακας, κηδεμόνας
Ρήμα[επεξεργασία]
guard (en)