επιφυλακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιφυλακή < ελληνιστική κοινή ἐπιφύλαξ + -ή < αρχαία ελληνική ἐπιφυλάσσω < ἐπί + φυλάσσω < πρωτοελληνική *pʰuláťťō
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.fi.laˈci/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιφυλακή θηλυκό
- η κατάσταση ετοιμότητας και εγρήγορσης, στην οποία βρίσκονται κάποια άτομα (του στρατού, της αστυνομίας, της πολιτοφυλακής κ.λπ.), προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν δύσκολες ή έκτακτες καταστάσεις, που απειλούν το κοινωνικό σύνολο
- ※ Σε επιφυλακή βρίσκονται Πολιτική Προστασία, περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και τοπικοί δήμοι, λόγω της αυξημένης στάθμης του ποταμού Έβρου στην περιοχή του χωριού Πύθιο. (εφ. Ελευθεροτυπία, 29/10/2014)
- ※ Το ενδεχόμενο οι πυροσβέστες που υπηρετούν στις υπηρεσίες των αεροδρομίων να ορίζονται και να καλούνται σε συνεχείς επιφυλακές, ακόμα και χωρίς να υπάρχουν συμβάντα, επισημαίνει παρέμβαση της «Ενωτικής Αγωνιστικής Κίνησης Πυροσβεστών», προς το αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος. (εφ. Ριζοσπάστης, 24/5/2017)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)