επαγρύπνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαγρύπνηση | οι | επαγρυπνήσεις |
γενική | της | επαγρύπνησης* | των | επαγρυπνήσεων |
αιτιατική | την | επαγρύπνηση | τις | επαγρυπνήσεις |
κλητική | επαγρύπνηση | επαγρυπνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαγρυπνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαγρύπνηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπαγρύπνη(σις) + -ση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.paˈɣɾi.pni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐γρύ‐πνυ‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επαγρύπνηση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις αγρυπνία και άγρυπνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)