πρωτοπορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πρωτοπορία | πρωτοπορίες |
γενική | πρωτοπορίας | πρωτοποριών |
αιτιατική | πρωτοπορία | πρωτοπορίες |
κλητική | πρωτοπορία | πρωτοπορίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοπορία < πρωτοπόρος + -ία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική avant-garde) (πβ. ελληνιστική κοινή πρωτοπορεία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτοπορία θηλυκό
- προπόρευση, προβάδισμα
- εμπροσθοφυλακή
- το σύνολο αυτών που πηγαίνουν μπροστά, που οδηγούν τις εξελίξεις και ανοίγουν νέους δρόμους στην τέχνη, την επιστήμη κ.α.
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: πρωτοπόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοπορία