Μετάβαση στο περιεχόμενο

σωματοφύλακας

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωματοφύλακας οι σωματοφύλακες
      γενική του σωματοφύλακα των σωματοφυλάκων
    αιτιατική τον σωματοφύλακα τους σωματοφύλακες
     κλητική σωματοφύλακα σωματοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σωματοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωματοφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε σώμα (γενική: σώματος) + -ο- + -φύλακας

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /so.ma.toˈfi.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σωματοφύλακας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σωματοφύλακας αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]