ναυαγοσώστης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναυαγοσώστης < ναυαγοσωστικός + -της (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυαγοσώστης αρσενικό (θηλυκό ναυαγοσώστρια)
- (επάγγελμα) ο υπεύθυνος για την ασφάλεια των λουομένων σε μια ακτή, αυτός που αναλαμβάνει να διασώσει όσους απειλούνται από πνιγμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ναυαγοσωστικό
- ναυαγοσωστικός
- ναυαγοσώστρια
- → δείτε τις λέξεις ναυαγός και σώζω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ναυαγοσώστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ναυαγοσώστης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)