Μετάβαση στο περιεχόμενο

πνιγμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πνιγμός οι πνιγμοί
      γενική του πνιγμού των πνιγμών
    αιτιατική τον πνιγμό τους πνιγμούς
     κλητική πνιγμέ πνιγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πνιγμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πνιγμός αρσενικό

  • ο θάνατος από ασφυξία, συνήθως μετά από γέμισμα των πνευμόνων με νερό, είτε με στραγγαλισμό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]