Μετάβαση στο περιεχόμενο

υπεύθυνος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ὑπεύθυνος, υπευθύνως
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεύθυνος η υπεύθυνη το υπεύθυνο
      γενική του υπεύθυνου της υπεύθυνης του υπεύθυνου
    αιτιατική τον υπεύθυνο την υπεύθυνη το υπεύθυνο
     κλητική υπεύθυνε υπεύθυνη υπεύθυνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεύθυνοι οι υπεύθυνες τα υπεύθυνα
      γενική των υπεύθυνων των υπεύθυνων των υπεύθυνων
    αιτιατική τους υπεύθυνους τις υπεύθυνες τα υπεύθυνα
     κλητική υπεύθυνοι υπεύθυνες υπεύθυνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπεύθυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπεύθυνος < ὑπ- + εὐθην- (εὐθήνη) + -ος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈpe.fθi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπεύθυνος
τονικό παρώνυμο: υπευθύνως

Επίθετο

[επεξεργασία]

υπεύθυνος, -η, -ο

  1. (και ως ουσιαστικό) που ευθύνεται για κάτι, που προκάλεσε κάτι και καλείται να υποστεί τις συνέπειες
    παράδειγμα  Ο οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου θεωρήθηκε από το δικαστήριο υπεύθυνος για το ατύχημα και πρέπει να πληρώσει τις ζημιές που προκλήθηκαν στο δεύτερο αυτοκινητο.
     συνώνυμα: αίτιος, υπαίτιος, ένοχος
  2. (και ως ουσιαστικό) που έχει αναλάβει να εκτελέσει ένα ορισμένο έργο, που του έχει ανατεθεί ένα συγκεκριμένο καθήκον
    παράδειγμα  Ένας από τους δασκάλους ορίζεται υπεύθυνος για τη βιβλιοθήκη του σχολείου.
     συνώνυμα: αρμόδιος
  3. για θέση ευθύνης
    παράδειγμα  Όλοι τον εκτιμούν και αναμένεται να του ανατεθεί μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία.
  4. που διακατέχεται από αίσθημα ευθύνης κατά την άσκηση των καθηκόντων του, που χαρακτηρίζεται από υπευθυνότητα
    παράδειγμα  Ο Γιώργος είναι ένας πολύ υπεύθυνος και αξιόπιστος άνθρωπος.
     αντώνυμα: ανεύθυνος
     συνώνυμα: αξιόπιστος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ευθύνη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]