υπεύθυνος
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | υπεύθυνος | υπεύθυνη/υπευθύνη | υπεύθυνο |
γενική | υπεύθυνου/υπευθύνου | υπεύθυνης/υπευθύνης | υπεύθυνου/υπευθύνου |
αιτιατική | υπεύθυνο | υπεύθυνη/υπευθύνη | υπεύθυνο |
κλητική | υπεύθυνε | υπεύθυνη/υπευθύνη | υπεύθυνο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | υπεύθυνοι | υπεύθυνες | υπεύθυνα |
γενική | υπεύθυνων/υπευθύνων | υπεύθυνων/υπευθύνων | υπεύθυνων/υπευθύνων |
αιτιατική | υπεύθυνους | υπεύθυνες | υπεύθυνα |
κλητική | υπεύθυνοι | υπεύθυνες | υπεύθυνα |
ακύρωσε κάποια από το θηλυκό αν ξέρεις κώδικα
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεύθυνος < αρχαία ελληνική ὑπεύθυνος
Επίθετο[επεξεργασία]
υπεύθυνος, -η, -ο
- (και ως ουσιαστικό) που ευθύνεται για κάτι, που προκάλεσε κάτι και καλείται να υποστεί τις συνέπειες
- (και ως ουσιαστικό) που έχει αναλάβει να εκτελέσει ένα ορισμένο έργο, που του έχει ανατεθεί ένα συγκεκριμένο καθήκον
- ένας από τους δασκάλους ορίζεται υπεύθυνος για τη βιβλιοθήκη του σχολείου
- για θέση ευθύνης
- όλοι τον εκτιμούν και αναμένεται να του ανατεθεί μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία
- που διακατέχεται από αίσθημα ευθύνης κατά την άσκηση των καθηκόντων του, που χαρακτηρίζεται από υπευθυνότητα
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεύθυνος