responsible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός responsible
συγκριτικός more responsible
υπερθετικός most responsible

Ετυμολογία [επεξεργασία]

responsible < γαλλική responsable < λατινική responsus < respondere

Επίθετο[επεξεργασία]

responsible (en)

  1. υπεύθυνος, έχω τη δουλειά ή το καθήκον να κάνω κάτι, για να με κατηγορήσουν αν κάτι πάει στραβά
    The pilot is responsible for the safety of passengers.
    Ο πιλότος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των επιβατών.
  2. είμαι σε θέση να με κατηγορήσουν για κάτι
    He has a mentally illness and they don’t hold him responsible.
    Είναι τρελός και δεν του καταλογίζουν ευθύνες.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]