Μετάβαση στο περιεχόμενο

responsible

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός responsible
συγκριτικός more responsible
υπερθετικός most responsible

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
responsible < γαλλική responsable < λατινική responsus < respondere

Επίθετο

[επεξεργασία]

responsible (en)

  1. υπεύθυνος, έχω τη δουλειά ή το καθήκον να κάνω κάτι, για να με κατηγορήσουν αν κάτι πάει στραβά
      The pilot is responsible for the safety of passengers.
    Ο πιλότος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των επιβατών.
  2. υπεύθυνος, είμαι σε θέση να με κατηγορήσουν για κάτι
      Who is responsible for this mess?
    Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτό το χάος;
      He has a mentally illness and they don’t hold him responsible.
    Είναι τρελός και δεν του καταλογίζουν ευθύνες.
     συνώνυμα: accountable
  3. υπεύθυνος, το να είμαι η αιτία για κάτι
      We are all responsible for this situation.
    Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για αυτή την κατάσταση.
  4. υπεύθυνος, που μπορώ να εμπιστευτώ και να βασιστώ
      The child should be accompanied by a parent or other responsible adult.
    Το παιδί πρέπει να συνοδεύεται από γονέα ή άλλο υπεύθυνο ενήλικα.
      This job must be given to a responsible man.
    Η δουλειά αυτή πρέπει να δοθεί σε υπεύθυνο άντρα.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]