responsible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | responsible |
συγκριτικός | more responsible |
υπερθετικός | most responsible |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- responsible < γαλλική responsable < λατινική responsus < respondere
Επίθετο[επεξεργασία]
responsible (en)
- υπεύθυνος
- είμαι σε θέση να με κατηγορήσουν για κάτι
- ↪ He has a mentally illness and they don’t hold him responsible.
- Είναι τρελός και δεν του καταλογίζουν ευθύνες.
- ↪ He has a mentally illness and they don’t hold him responsible.