responsibly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός responsibly
συγκριτικός more responsibly
υπερθετικός most responsibly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

responsibly < responsible + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

responsibly (en)

  • υπεύθυνα, με υπευθυνότητα
    She works responsibly.
    Εργάζεται υπεύθυνα.
    canvas prints created with responsibly-sourced quality materials - οι εκτυπώσεις σε καμβά δημιουργούνται με ποιοτικά υλικά υπεύθυνης προέλευσης

Πηγές[επεξεργασία]