responsibly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | responsibly |
συγκριτικός | more responsibly |
υπερθετικός | most responsibly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- responsibly < responsible + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
responsibly (en)
- υπεύθυνα, με υπευθυνότητα
- ↪ She works responsibly.
- Εργάζεται υπεύθυνα.
- ↪ canvas prints created with responsibly-sourced quality materials - οι εκτυπώσεις σε καμβά δημιουργούνται με ποιοτικά υλικά υπεύθυνης προέλευσης
- ↪ She works responsibly.