σώζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σώζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σῴζω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σώζω και σώζομαι (& σώνω-σώνομαι με το οποίο μοιράζεται ρηματικούς τύπους)
- αποτρέπω μία άσχημη εξέλιξη, π.χ. το θάνατο ή τον τραυματισμό κάποιου, την καταστροφή αντικειμένων ή τόπων, γλιτώνω, διασώζω
- η έγκαιρη επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων έσωσε το χωριό από την πυρκαγιά
- Με το που ήρθε έσωσε την κατάσταση
- (πληροφορική) αποθηκεύω κείμενο στον υπολογιστή (αν και συνήθως χρησιμοποιείται το σώνω)
- (μέσο) σώζομαι, γλιτώνω τον εαυτό μου ή με σώνει κάποιος άλλος είτε από ένα σοβαρό πρόβλημα που απειλεί τη ζωή μου είτε απλώς βοηθώντας με να βγω από μια δύσκολη θέση
- (θεολογία) το μέσο, σώνομαι: δεν κινδυνεύω πια να χάσω την ψυχή μου, εξασφαλίζω μια θέση στον Παράδεισο ή την αιώνια ζωή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σώσον Κύριε το λαό σου
- ο σώζων εαυτόν σωθήτω (σε συνθήκες όπου σώνεται μόνον όποιος μπορεί να σώσει τον εαυτό του)
- δώσε και σώσε
- γίνεται το σώσε (πανικός, πανζουρλισμός, κοσμοσσυροή)
- πρέπει να σώσουμε τα προσχήματα (τους τύπους)
- τώρα μάλιστα! Σωθήκαμε (για ασήμαντη ως προς το πρόβλημά μας παρέμβαση)
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σώζω | έσωζα | θα σώζω | να σώζω | σώζοντας | |
β' ενικ. | σώζεις | έσωζες | θα σώζεις | να σώζεις | σώζε | |
γ' ενικ. | σώζει | έσωζε | θα σώζει | να σώζει | ||
α' πληθ. | σώζουμε | σώζαμε | θα σώζουμε | να σώζουμε | ||
β' πληθ. | σώζετε | σώζατε | θα σώζετε | να σώζετε | σώζετε | |
γ' πληθ. | σώζουν(ε) | έσωζαν σώζαν(ε) |
θα σώζουν(ε) | να σώζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσωσα | θα σώσω | να σώσω | σώσει | ||
β' ενικ. | έσωσες | θα σώσεις | να σώσεις | σώσε | ||
γ' ενικ. | έσωσε | θα σώσει | να σώσει | |||
α' πληθ. | σώσαμε | θα σώσουμε | να σώσουμε | |||
β' πληθ. | σώσατε | θα σώσετε | να σώσετε | σώστε | ||
γ' πληθ. | έσωσαν σώσαν(ε) |
θα σώσουν(ε) | να σώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σώσει | είχα σώσει | θα έχω σώσει | να έχω σώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σώσει | είχες σώσει | θα έχεις σώσει | να έχεις σώσει | έχε σωσμένο | |
γ' ενικ. | έχει σώσει | είχε σώσει | θα έχει σώσει | να έχει σώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σώσει | είχαμε σώσει | θα έχουμε σώσει | να έχουμε σώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σώσει | είχατε σώσει | θα έχετε σώσει | να έχετε σώσει | έχετε σωσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σώσει | είχαν σώσει | θα έχουν σώσει | να έχουν σώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σωσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σωσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σωσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σωσμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σώζομαι | σωζόμουν(α) | θα σώζομαι | να σώζομαι | ||
β' ενικ. | σώζεσαι | σωζόσουν(α) | θα σώζεσαι | να σώζεσαι | ||
γ' ενικ. | σώζεται | σωζόταν(ε) | θα σώζεται | να σώζεται | ||
α' πληθ. | σωζόμαστε | σωζόμαστε σωζόμασταν |
θα σωζόμαστε | να σωζόμαστε | ||
β' πληθ. | σώζεστε | σωζόσαστε σωζόσασταν |
θα σώζεστε | να σώζεστε | σώζεστε | |
γ' πληθ. | σώζονται | σώζονταν σωζόντουσαν |
θα σώζονται | να σώζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σώθηκα | θα σωθώ | να σωθώ | σωθεί | ||
β' ενικ. | σώθηκες | θα σωθείς | να σωθείς | σώσου | ||
γ' ενικ. | σώθηκε | θα σωθεί | να σωθεί | |||
α' πληθ. | σωθήκαμε | θα σωθούμε | να σωθούμε | |||
β' πληθ. | σωθήκατε | θα σωθείτε | να σωθείτε | σωθείτε | ||
γ' πληθ. | σώθηκαν σωθήκαν(ε) |
θα σωθούν(ε) | να σωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σωθεί | είχα σωθεί | θα έχω σωθεί | να έχω σωθεί | σωσμένος | |
β' ενικ. | έχεις σωθεί | είχες σωθεί | θα έχεις σωθεί | να έχεις σωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σωθεί | είχε σωθεί | θα έχει σωθεί | να έχει σωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σωθεί | είχαμε σωθεί | θα έχουμε σωθεί | να έχουμε σωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σωθεί | είχατε σωθεί | θα έχετε σωθεί | να έχετε σωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σωθεί | είχαν σωθεί | θα έχουν σωθεί | να έχουν σωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σωσμένος - είμαστε, είστε, είναι σωσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σωσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σωσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σωσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σωσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σωσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σωσμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σώζω
|