salva
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salva (it)
- (γαστρονομία) είδος ιταλικού τυριού
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
salva (ro)