kurtarmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kuɾtɑɾˈmɑk/

Ρήμα[επεξεργασία]

kurtarmak (tr)

  • σώζω, αποτρέπω μία άσχημη εξέλιξη, π.χ. το θάνατο ή τον τραυματισμό κάποιου, την καταστροφή αντικειμένων ή τόπων, γλιτώνω, διασώζω
    itfaiyenin zamanında müdahalesi köyü yangından kurtardı. — η έγκαιρη επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων έσωσε το χωριό από την πυρκαγιά.

Κλίση[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]