ναυαγοσώστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναυαγοσώστρια < ναυαγοσώστης + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυαγοσώστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ναυαγοσώστης
ναυαγοσώστρια θηλυκό