Μετάβαση στο περιεχόμενο

female

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

female (en)

  1. θηλυκός (για το βιολογικό φύλο)
  2. θηλυκός (για εξαρτήματα όπως οι πρίζες)