salvo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈsalvəʊ/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
ύστερος 16ος αιώνας: salvo (αρχικά salve) < γαλλικά: salve, ιταλικά: salva «χαιρετισμός»
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salvo (en)