επιφύλαξη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιφύλαξη | οι | επιφυλάξεις |
γενική | της | επιφύλαξης* | των | επιφυλάξεων |
αιτιατική | την | επιφύλαξη | τις | επιφυλάξεις |
κλητική | επιφύλαξη | επιφυλάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιφυλάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιφύλαξη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιφύλαξις < αρχαία ελληνική ἐπιφυλάσσω, ἐπιφυλακ- + -σις > -ση [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.piˈfi.la.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐φύ‐λα‐ξη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιφύλαξη θηλυκό
- ο δισταγμός, ο ενδοιασμός, η αμφισβήτηση, ο ευγενικός τρόπος να εκφράσει κάποιος τη διαφωνία ή τη δυσπιστία του
- ⮡ Συμφωνώ, αλλά με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου. (Συμφωνώ, αλλά όχι χωρίς κανένα απολύτως ενδοιασμό και μπορεί αν το κρίνω αναγκαίο μελλοντικά, να κάνω χρήση των δικαιωμάτων που μου παρέχει ο νόμος.)
- ⮡ Είπα το "ναι", αλλά με πάσα επιφύλαξη. Διατηρώ επιφυλάξεις και μάλιστα πολλές.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη επιφυλάσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επιφύλαξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)