réserve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
réserve | réserves |
réserve (fr) θηλυκό
- η εφεδρεία
- on a appelé la réserve - κάλεσαν τους έφεδρους
- η επιφύλαξη, η εξαίρεση, ο περιορισμός
- sans réserve - ανεπιφύλακτα
- à la réserve de - εκτός
- το απόθεμα
- en réserve - κατά μέρος
- η διάκριση, το διακριτικό φέρσιμο
- être/se tenir sur la réserve - είμαι/στέκομαι διακριτικός
- η αυτοσυγκράτηση
- η παρακαταθήκη