εξαίρεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξαίρεση | οι | εξαιρέσεις |
γενική | της | εξαίρεσης* | των | εξαιρέσεων |
αιτιατική | την | εξαίρεση | τις | εξαιρέσεις |
κλητική | εξαίρεση | εξαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαίρεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαίρε(σις) (βγάλσιμο έξω) + -ση & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική exception [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈkse.ɾe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξαί‐ρε‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξαίρεση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξαιρώ
- (πληροφορική) exception: σφάλμα, κατά την διάρκεια εκτέλεσης προγράμματος Η/Υ όταν ο κώδικας είναι συντακτικά σωστός, όπως όταν επιχειρείται διαίρεση με το μηδέν ή πληκτρολόγηση κειμένου σε αριθμητική μεταβλητή. Σφάλμα που δεν έχει προβλεφτεί η αντιμετώπισή του.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαίρεση
[επεξεργασία]
- ↑ εξαίρεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Πηγές[επεξεργασία]
- εξαίρεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)