εξαίρεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαίρεση < αρχαία ελληνική ἐξαίρεσις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈksɛ.ɾɛ.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξαίρεση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαιρώ
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εξαιρώ