μεταβλητή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταβλητή < αρχαία ελληνική μεταβλητός < μεταβάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταβλητή θηλυκό
- (μαθηματικά) η κυμαινόμενη τιμή
- (καθομιλουμένη) οτιδήποτε κυμαινόμενο
- (λογική) βλ. η προτασιακή μεταβλητή
- (προγραμματισμός) ονοματισμένη η θέση στη μνήμη υπολογιστή όπου ένα πρόγραμμα μπορεί να αποθηκεύσει και να ανακαλέσει πληροφορίες, που περιέχονται σε αρχέγονους (primitive) ή σύνθετους τύπους δεδομένων (composite, compound)
Υπώνυμα[επεξεργασία]
πληροφορική:
πληροφορική (εμβέλεια):
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μεταβλητή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεταβλητός