variable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
variable (en)
- μεταβλητός, μεταβαλλόμενος
- ασταθής,
- ευμετάβλητος συναισθηματικά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
variable (en)
- μεταβλητή, κυμαινόμενη τιμή
- (λογική) βλ. propositional variable (προτασιακή μεταβλητή)
- (προγραμματισμός) η μεταβλητή
- ※ In a programming language, variables are used to store data values. [1]
- «Σε μια γλώσσα προγραμματισμού, οι μεταβλητές χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση τιμών δεδομένων.»
- δείτε επίσης: variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ In a programming language, variables are used to store data values. [1]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
πληροφορική:
πληροφορική (scope):
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
- class variable
- environment variable
- instance variable
- member variable
- propositional variable
- static member variable
- static variable
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) JavaScript Syntax. Πρόσβαση 2021-03-07.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- variable < λατινική variabilis (ασταθής)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
variable | variables |
variable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
variable | variables |
variable (fr) θηλυκό
- (μαθηματικά) η μεταβλητή
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη varier
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Προγραμματισμός (αγγλικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Μαθηματικά (γαλλικά)