variable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
variable (en)
- μεταβλητός, μεταβαλλόμενος
- ασταθής,
- ευμετάβλητος συναισθηματικά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
variable (en)
- μεταβλητή, κυμαινόμενη τιμή
- (λογική) βλ. propositional variable (προτασιακή μεταβλητή)
- (προγραμματισμός) η μεταβλητή
- ↪ "Variables are used for storing data" - «Οι μεταβλητές χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση δεδομένων»
- δείτε επίσης: variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
Υπώνυμα[επεξεργασία]
πληροφορική:
πληροφορική (scope):
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
- class variable
- environment variable
- instance variable
- member variable
- propositional variable
- static member variable
- static variable
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- variable < λατινική variabilis (ασταθής)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
variable | variables |
variable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
variable | variables |
variable (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη varier