varier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]varier (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- varia
- variabilité
- variable
- variablement
- variance
- variant
- variante
- variateur
- variation
- varié - variée
- variétal - variétale
- variété
- variétoche