variante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- variante < varier
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
variante | variantes |
variante (fr) θηλυκό
- η παραλλαγή
- (μαθηματικά) η μεταβλητή