Μετάβαση στο περιεχόμενο

variante

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
variante < varier

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
variante variantes

variante (fr) θηλυκό

  1. η παραλλαγή
  2. (μαθηματικά) η μεταβλητή