εξαιρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαιρώ < αρχαία ελληνική ἐξαιρῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαιρώ, παθητικό εξαιρούμαι
- αφαιρώ, δεν συμπεριλαμβάνω, δεν αντιμετωπίζω με τον ίδιο τρόπο, κάνω μια εξαίρεση για κάποιον ή κάτι λόγω της ιδιαιτερότητάς του