στερώ
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στερώ < αρχαία ελληνική στερῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
στερώ
- αφαιρώ από κάποιον ή κάτι ένα στοιχείο που θεωρείται απαραίτητο
- η κυβέρνηση στερεί από τους εργαζόμενους τα δικαιώματά τους
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | στερώ | στερούσα | θα στερώ | να στερώ | στερώντας | |
β' ενικ. | στερείς | στερούσες | θα στερείς | να στερείς | (στέρει) | |
γ' ενικ. | στερεί | στερούσε | θα στερεί | να στερεί | ||
α' πληθ. | στερούμε | στερούσαμε | θα στερούμε | να στερούμε | ||
β' πληθ. | στερείτε | στερούσατε | θα στερείτε | να στερείτε | στερείτε | |
γ' πληθ. | στερούν(ε) | στερούσαν(ε) | θα στερούν(ε) | να στερούν(ε) | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στέρησα | θα στερήσω | να στερήσω | στερήσει | ||
β' ενικ. | στέρησες | θα στερήσεις | να στερήσεις | στέρησε | ||
γ' ενικ. | στέρησε | θα στερήσει | να στερήσει | |||
α' πληθ. | στερήσαμε | θα στερήσουμε | να στερήσουμε | |||
β' πληθ. | στερήσατε | θα στερήσετε | να στερήσετε | στερήστε | ||
γ' πληθ. | στέρησαν στερήσαν(ε) |
θα στερήσουν(ε) | να στερήσουν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στερήσει | είχα στερήσει | θα έχω στερήσει | να έχω στερήσει | ||
β' ενικ. | έχεις στερήσει | είχες στερήσει | θα έχεις στερήσει | να έχεις στερήσει | ||
γ' ενικ. | έχει στερήσει | είχε στερήσει | θα έχει στερήσει | να έχει στερήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στερήσει | είχαμε στερήσει | θα έχουμε στερήσει | να έχουμε στερήσει | ||
β' πληθ. | έχετε στερήσει | είχατε στερήσει | θα έχετε στερήσει | να έχετε στερήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στερήσει | είχαν στερήσει | θα έχουν στερήσει | να έχουν στερήσει |
|
Παθητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | στερούμαι | στερούμουν | θα στερούμαι | να στερούμαι | ||
β' ενικ. | στερείσαι | στερούσουν | θα στερείσαι | να στερείσαι | ||
γ' ενικ. | στερείται | στερούνταν | θα στερείται | να στερείται | ||
α' πληθ. | στερούμαστε | στερούμασταν στερούμαστε |
θα στερούμαστε | να στερούμαστε | ||
β' πληθ. | στερείστε | στερούσασταν στερούσαστε |
θα στερείστε | να στερείστε | στερείστε | |
γ' πληθ. | στερούνται | στερούνταν | θα στερούνται | να στερούνται | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στερήθηκα | θα στερηθώ | να στερηθώ | στερηθεί | ||
β' ενικ. | στερήθηκες | θα στερηθείς | να στερηθείς | στερήσου | ||
γ' ενικ. | στερήθηκε | θα στερηθεί | να στερηθεί | |||
α' πληθ. | στερηθήκαμε | θα στερηθούμε | να στερηθούμε | |||
β' πληθ. | στερηθήκατε | θα στερηθείτε | να στερηθείτε | στερηθείτε | ||
γ' πληθ. | στερήθηκαν στερηθήκαν(ε) |
θα στερηθούν(ε) | να στερηθούν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στερηθεί | είχα στερηθεί | θα έχω στερηθεί | να έχω στερηθεί | στερημένος | |
β' ενικ. | έχεις στερηθεί | είχες στερηθεί | θα έχεις στερηθεί | να έχεις στερηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στερηθεί | είχε στερηθεί | θα έχει στερηθεί | να έχει στερηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στερηθεί | είχαμε στερηθεί | θα έχουμε στερηθεί | να έχουμε στερηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στερηθεί | είχατε στερηθεί | θα έχετε στερηθεί | να έχετε στερηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στερηθεί | είχαν στερηθεί | θα έχουν στερηθεί | να έχουν στερηθεί |